Αποχαιρετούμε και το 2018, έναν ακόμη χρόνο δύσκολο, με συνεχιζόμενη στην Ελλάδα την ήδη παρατεταμένη κρίση με αβέβαιες τις προοπτικές εξόδου από αυτήν. Παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες περί οριστικής εξόδου, τέλους της λιτότητας και επιστροφής στις αγορές, αυτές, δυστυχώς, έχουν διαψευστεί για μια ακόμα φορά. Επενδύσεις δεν φαίνονται στον ορίζοντα, το Χρηματιστήριο βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά, οι τράπεζες και οι ΔΕΚΟ υπό κατάρρευση, η κατανάλωση φθίνει. Ο Πρωθυπουργός, ωστόσο, εμφανίζεται γαλαντόμος, διαφημίζει τα πρωτογενή πλεονάσματα μαμούθ, που όμως προέκυψαν από άγρια φορολογική επιδρομή, στραγγίζοντας τους μικρομεσαίους. Η Ελλάδα αναδείχθηκε πρωταθλήτρια στην φορολογία ανάμεσα σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, είχαμε αύξηση των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το δημόσιο μέσα στο 2018, ένας στους δύο φορολογούμενους χρωστά στην εφορία και ξεπερνούν το 1εκ. οι φορολογούμενοι στους οποίους γίνονται κατασχέσεις λογαριασμών. Ακόμα και η δημιουργία ταμειακών διαθεσίμων ασφαλείας (Cash Buffer) εξυπηρετεί την εκλογική στρατηγική της Κυβέρνησης και την δημιουργία εκλογικής πελατείας, αλλά δεν διασφαλίζει την ασφαλή έξοδο της χώρας στις αγορές, που παραμένουν δύσπιστες. Επιπλέον, έχουμε εξάπλωση της μερικής απασχόλησης και γενίκευση των ελαστικών σχέσεων εργασίας, που καταδικάζουν μεγάλα τμήματα εργαζόμενων να ζει σε συνθήκες φτώχειας. Πάνω από τους μισούς Έλληνες τα βγάζουν δύσκολα πέρα, χωρίς να βλέπουν φως στο τούνελ.
Δυστυχώς, και για το 2019, οι προοπτικές ανάτασης δεν είναι ευοίωνες. Ο υποτιθέμενος πρώτος μεταμνημονιακός προϋπολογισμός των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όπως παρουσιάστηκε προ ημερών στη Βουλή, το επιβεβαιώνει πλήρως. Συνέχιση της ίδιας πολιτικής, των υπερπλεονασμάτων, των μακροχρόνιων δημοσιονομικών δεσμεύσεων με φόρους, λιτότητα, μεγέθυνση του φορολογικού χάσματος, μείωση κοινωνικών δαπανών και επενδύσεων, διεύρυνσης των ανισοτήτων. Στραγγαλίζει τους μικρομεσαίους για να μοιράσει ψίχουλα. Ενδεικτικά, αύξηση φόρων από αγαθά, υπηρεσίες, ΦΠΑ, εισοδήματα εμφανίζονται κατά 600 περίπου εκ. ευρώ, το 20% των φορολογουμένων θα πληρώσει το 80% των ετήσιων φόρων, περικοπή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων κατά 550εκ. Μαζί με την υπερφορολόγηση μισθωτών, ελεύθερων επαγγελματιών και επιχειρήσεων, έχουμε και μείωση κατά 800εκ. ευρώ των κοινωνικών δαπανών (εκπαίδευση, επιδόματα ανεργίας, χρηματοδότηση νοσοκομείων κατά 79εκ. ευρώ, συνταξιοδοτική δαπάνη που μειώνεται κατά 279εκ. ευρώ)∙ επίσης, μείωση της επιδότησης των ασφαλιστικων εισφορών για νέους εργαζόμενους κατά 50εκ. ευρώ. Έτσι, επιβεβαιώνεται η συνέχιση μιας πολιτικής σε βάρος των εργαζομένων και των πιο αδύναμων.
Ταυτόχρονα, έχουμε αναβίωση μιας αχρείαστης και τεχνητής ακραίας πόλωσης, με κοκορομαχίες, που δεν αφορούν κανέναν, δεν απαντούν στις αγωνίες του κόσμου, ούτε πολύ περισσότερο λύνουν προβλήματα. Παρότι όλοι αναγνωρίζουν το κόστος του διχασμού, που παρέτεινε την οικονομική κρίση, ο διχαστικός λόγος, και πάλι με ευθύνη ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και Ν.Δ., επέστρεψε. Οχτώ χρόνια και τρία μνημόνια μετά, συνεχίζουν στο ίδιο μοτίβο. Και εδώ ο πραγματικός κίνδυνος είναι να εξανεμισθούν για μια ακόμα φορά οι θυσίες του Ελληνικού Λαού, ένα ακόμα πισωγύρισμα.
Υποδεχόμαστε το 2019, ένα εκλογικό έτος, που θα συνδυάσει ευρωεκλογές, εθνικές και αυτοδιοικητικές εκλογές, στο κλίμα μιας προεκλογικής περιόδου που έχει προ πολλού εγκαινιαστεί και έχει απ’όλα. Παροχολογία, διορισμούς, ακραία πόλωση, σκανδαλολογία. Ένα μείγμα εκρηκτικό, που σε καμία περίπτωση δεν βοηθάει να βρεθεί επιτέλους ο δρόμος της πολυπόθητης εξόδου.
Το πραγματικό όμως διακύβευμα των εκλογών δεν είναι η εναλλαγή Τσίπρα Μητσοτάκη στην καρέκλα του πρωθυπουργού, αλλά ακριβώς αυτή η έξοδος, το πέρασμα σε μια εποχή ανάπτυξης, ασφάλειας, αξιοπρέπειας.
Στο Κίνημα Αλλαγής η προσπάθειά μας είναι να ανατρέψουμε την υπερφορολόγηση και την λιτότητα, αλλά και να απελευθερώσουμε κοινωνικές και παραγωγικές δυνάμεις, ώστε να καταστούν ενεργές στην ανασυγκρότηση της χώρας.
Το πρόγραμμά μας, το «Σχέδιο Ελλάδα», μια ολοκληρωμένη πρόταση για την ανάπτυξη, την απασχόληση, την κοινωνική δικαιοσύνη, διαπνέεται από μία εντελώς διαφορετική αντίληψη και στρατηγική. Όμως η προσέλκυση επενδύσεων απαιτεί ριζική διαφοροποίηση πολιτικής, με αλλαγές στο κράτος. Να καταστεί αυτό οδηγός και όχι αντίπαλος της ανάπτυξης. Με διαφάνεια, αξιολόγηση, αξιοκρατία παντού και γενναία αποκέντρωση. Χρειάζονται αλλαγές στην φορολογία, ισχυρά κίνητρα και διευκολύνσεις στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και την μέγιστη δυνατή κινητοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων.
Στις επόμενες εκλογές το πραγματικό δίλημμα είναι Προοδευτική Ανατροπή με αλλαγή συσχετισμών ή διχασμός και νέα κρίση.