Στα χρόνια της κρίσης μετά το 2008 υπολογίζεται ότι περίπου 427.000 συμπολίτες μας έχουν φύγει από την Ελλάδα, κυρίως νέοι επιστήμονες. Η τάση αυτή πρέπει να αντιστραφεί με νέες θέσεις εργασίας, εξασφαλίζοντας όμως την ισότιμη πρόσβαση σε αυτές για όλους τους πολίτες. Έπειτα από σχεδόν μια δεκαετία ύφεσης, που συνδυάστηκε με μεγάλη μείωση εισοδημάτων και ανεργία, είναι βασικό ζήτημα για την ελληνική οικονομία η ανάταξή της με στοιχεία κοινωνικής δικαιοσύνης, που θα βελτιώσει την θέση της χώρας και την καθημερινότητα των πολιτών. Στο πλαίσιο μιας νέας αναπτυξιακής στρατηγικής, η τριτοβάθμια εκπαίδευση μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο, όχι μόνο στην μεταφορά γνώσης και την έρευνα, αλλά και στην σύνδεση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με την παραγωγή και την κοινωνία. Υπάρχουν παραδείγματα από το εξωτερικό που μας δείχνουν ότι η συμβολή της εκπαίδευσης στην οικονομική ανάπτυξη είναι εξίσου σημαντική με τη συμβολή του κεφαλαίου.
Ο ρόλος των πανεπιστημίων σε παγκόσμιο επίπεδο έχει αλλάξει, αφού πλέον, εκτός από την εκπαίδευση και την έρευνα, έχουν και την αποστολή να συνεισφέρουν στην οικονομική ανάπτυξη. Στην Ελλάδα παρατηρείται το φαινόμενο να υπάρχουν υψηλού επιπέδου ερευνητές, σε πάνω από 150 ερευνητικά εργαστήρια, με σημαντικό επιστημονικό έργο και διεθνή αναγνώριση˙εντούτοις το ποσοστό αξιοποίησης των αποτελεσμάτων της έρευνας να είναι χαμηλό και χωρίς σύνδεση της με την αγορά εργασίας και την επιχειρηματικότητα. Ταυτόχρονα, η ανεργία στους νέους επιστήμονες καλπάζει, ενώ, όσοι βρίσκουν δουλειά, οι αμοιβές τους κινούνται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Με κατάλληλες δράσεις και υποστήριξη θα μπορούσε αυτό το ερευνητικό έργο να αποτελέσει σημείο καινοτομίας και τεχνολογικής ανάπτυξης, μειώνοντας την ροή εξόδου νέων επιστημόνων. Το βασικό ζητούμενο σε μια τέτοια κατεύθυνση είναι η Ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση να προσφέρει με συστηματικό και οργανωμένο τρόπο. Χρειάζεται περισσότερο από ποτέ η δραστική συμβολή στην περιφερειακή ανάπτυξη με συνδυασμό προσεγγίσεων, ώστε να υπηρετηθούν οι αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας μέσω της αξιοποίησης της έρευνας και της καινοτομίας.
Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν ότι θα αλλάξει η συντηρητική λογική που επιβάλλει να παραμένει το ερευνητικό έργο μακριά από την αγορά εργασίας και να γίνουν οι απαραίτητες παρεμβάσεις. Παρεμβάσεις που θα συγκρουστούν με κατεστημένα συμφέροντα, που επιμένουν στην άρνηση και αντιστέκονται στην πρόοδο και την αναγέννηση. Οι παρεμβάσεις αυτές θα πρέπει να είναι μέρος ενός στρατηγικού σχεδίου και οφείλουν να περιλαμβάνουν την διασφάλιση της ποιότητας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και την έρευνα με ταυτόχρονη αύξηση της δημόσιας δαπάνης. Επίσης, απαιτείται η διασύνδεση των πανεπιστημίων με την τοπική οικονομία και η συνεργασία με την αυτοδιοίκηση. Άλλες ενέργειες θα μπορούσαν να είναι η προσφορά από την πανεπιστημιακή κοινότητα δωρεάν προγραμμάτων κατάρτισης σε ανέργους και μικρές επιχειρήσεις, η ανάπτυξη σχέσεων με τα επιμελητήρια και τους κοινωνικούς φορείς, η διοργάνωση σεμιναρίων κα. Επίσης, η δημιουργία ξενόγλωσσων προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών κυρίως για φοιτητές από το εξωτερικό θα μπορούσε να βοηθήσει στην μετατροπή της χώρας σε ένα σημαντικό κόμβο έρευνας και καινοτομίας. Δεν θα πρέπει να λείπουν όμως οι κανόνες διαβούλευσης, διαφάνειας και λογοδοσίας, η ενίσχυση του αυτοδιοίκητου και η δημιουργία ενός σύγχρονου πλαισίου για τη προσέλκυση, ερευνητικών προγραμμάτων. Ο προσανατολισμός της έρευνας σε τομείς της οικονομίας που η Ελλάδα έχει στρατηγικό πλεονέκτημα, όπως οι επιστήμες της πληροφορικής και των δεδομένων, η αγροτική οικονομία, ο τουρισμός, η πολιτισμική κληρονομιά και η μεταφορά της παραγόμενης γνώσης σε αυτούς τους τομείς, μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά στην μετατόπιση επαγγελμάτων από τομείς με δύσκολη επαγγελματική προοπτική, σε ταχέως αναπτυσσόμενους κλάδους της οικονομίας και την δημιουργία εξειδικευμένων επιστημόνων.
Είναι αδιανόητο σήμερα, με την κατάσταση που επικρατεί στην πατρίδα μας, να μένουμε προσκολλημένοι σε ιδεοληψίες και αγκυλώσεις που επιτάσσουν να μην έχουν σχέση τα πανεπιστήμια και η έρευνα με την αγορά εργασίας. Το νέο νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση ακυρώνει στην ουσία τον αναπτυξιακό ρόλο των Πανεπιστημίων, επιδιώκοντας την περαιτέρω κομματικοποίηση, την εσωστρέφεια και την ενίσχυση της γραφειοκρατίας. Ταυτόχρονα, στο θέμα του ασύλου παρατηρείται μια οπισθοδρόμηση και συγχέονται η ελεύθερη διακίνηση ιδεών με την τέλεση παράνομων πράξεων, για τις οποίες προβλέπεται αυτεπάγγελτη δίωξη και άρα απαιτείται άμεση παρέμβαση των αρχών. Με αυτή την δυσμενή συγκυρία, είναι ανάγκη να υπάρξει μια διαφορετική οπτική και προοπτική για τα Ελληνικά πανεπιστήμια. Μια προοπτική που συνδέει την έρευνα με μεγάλες εθνικές αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, θα τα βοηθάει να ξεπεράσουν την εσωστρέφειά τους, με σταθερή και αυξανόμενη χρηματοδότηση, για ένα Δημόσιο Πανεπιστήμιο που δεν θα φοβάται τον ανταγωνισμό είτε από το εξωτερικό, είτε από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Σε επίπεδο παγκόσμιου ανταγωνισμού οι χώρες που θα επενδύσουν στο ανθρώπινο δυναμικό, ενσωματώνοντας την τεχνογνωσία και την καινοτομία, έχουν να κερδίσουν πολλά. Ειδικά η Ελλάδα, που δεν μπορεί να ανταγωνιστεί χώρες με φτηνό εργατικό δυναμικό, πρέπει να δοθεί έμφαση στα συγκριτικά πλεονεκτήματά της, την γνώση και την ποιότητα. Ο στόχος θα πρέπει να είναι η μετατροπή της χώρας σε παγκόσμιο κέντρο έρευνας και εκπαίδευσης στα πεδία που είμαστε πιο ανταγωνιστικοί.