Μετά το σκίσιμο των μνημονίων και το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης που διατράνωνε ο πρωθυπουργός την περίοδο της αντιμνημονιακής του περιόδου, ακολούθησε το 3ο και επαχθέστερο μνημόνιο και μια ανελέητη φοροκαταιγίδα. Πλέον, σε μια μακρά προεκλογική περίοδο ο Τσίπρας και οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ βρήκαν νέο αφήγημα. Καθαρή έξοδος και επιστροφή στην κανονικότητα. Είναι όμως έτσι; Σε κάθε ομιλία του ο πρωθυπουργός αναγγέλλει την «Καθαρή έξοδο», αλλά το αφήγημα του το αποδομούν οι ίδιοι οι υπουργοί του, με πρώτο και καλύτερο τον Ευκλείδη Τσακαλώτο. Ο υπουργός Οικονομικών σε δηλώσεις του στους Financial Times, παραδέχτηκε ότι η μεταμνημονιακή επιτήρηση θα είναι πιο αυστηρή από ό,τι ισχύει για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες εφαρμόστηκε μνημόνιο.
Την ίδια στιγμή, ενώ η Κομισιόν διατηρεί αμετάβλητες τις προβλέψεις για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας για τα έτη 2018 και 2019, για την Ελλάδα αναθεωρεί προς το χειρότερο τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη και άλλους βασικούς δείκτες της ελληνικής οικονομίας. Επίσης, οι εκθέσεις του ΟΟΣΑ και της EUROSTAT καταγράφουν τις θλιβερές πρωτιές της χώρας το 2017 στην υπερφορολόγηση, με την χώρα μας να καταλαμβάνει το 2017 στην τέταρτη θέση με την υψηλότερη αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων στην εργασία και την πανευρωπαϊκή πρωτιά στη φορολογία καυσίμων και στους έμμεσους φόρους. Η σχέση δε, έμμεσων/άμεσων φορών από το 1,15 που ήταν έφτασε στο 1,33, αντίστοιχη των ετών 2004-2009. Άλλα στοιχεία που πρέπει να προσέξουμε όσον αφορά το οικονομικό κλίμα και αποδομούν το ιδεολόγημα της "καθαρής εξόδου" και της επιστροφής στην κανονικότητα, είναι η αύξηση τόσο του αριθμού των οφειλετών προς το Δημόσιο, όσο και η αύξηση των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο, απόρροια της αύξησης των συντελεστών άμεσης και έμμεσης φορολογίας και της μείωσης των δημόσιων εσοδών. Ταυτόχρονα, συνέχισαν την αυξητική τους πορεία οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Δημοσίου, με το συνολικό ποσό να φθάνει πλέον τα 3,409 δισ. ευρώ. Στα τέλη Μαρτίου, οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις έφθασαν τα 2,734 δισ. ευρώ, έναντι 2,620 δισ. ευρώ που ήταν τον Ιανουάριο του 2018, αυξήθηκαν δηλαδή, κατά 114 εκατ. ευρώ.
Ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του δεν χάνουν ευκαιρία να επαναλαμβάνουν το νέο τους αφήγημα, όπως πρόσφατα στην Μυτιλήνη και την Λήμνο, αλλά αποφεύγει οποιαδήποτε κουβέντα για την αύξηση του ΦΠΑ στα νησιά που πλήττονται από τη μεταναστευτική κρίση, μια απόφαση που βαραίνει αποκλειστικά την ελληνική κυβέρνηση, όπως δήλωσε πρόσφατα ο ευρωπαίος επίτροπος Πιέρ Μοσκοβισι. Όπως την βαραίνει επίσης, η επιβολή του ειδικού φόρου στο κρασί. Μια απόφαση που οδήγησε στην μείωση της κατανάλωσης, έκανε δυσκολότερο τον ανταγωνισμό στο εξωτερικό και ευνόησε το παραεμπόριο. Παρά τις συνεχείς υποσχέσεις περί κατάργησης του, τόσο από τον πρωθυπουργό, όσο και από τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στο κρασί παρέμεινε και το 2018, πλήττοντας ένα αναπτυσσόμενο κλάδο της αγροτικής οικονομίας. Στην προσπάθεια τους μάλιστα να πείσουν ότι τελικά θα καταργηθεί ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στο κρασί, προτάσσουν ως ισοδύναμο την αύξηση της φορολόγησης του τσίπουρου, από τα 55 λεπτά το λίτρο στα 6 ευρώ.
Η πραγματικότητα που αποφεύγει να πει ο πρωθυπουργός περιλαμβάνει επιπλέον μέτρα, περικοπή συντάξεων, μείωση του αφορολόγητου, πρωτογενή πλεονάσματα στο 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022, εποπτεία, ρήτρα για μη αναστροφή των μέτρων του μνημονίου και πιθανόν ρήτρα αιρεσιμότητας στην ελάφρυνση του χρέους. Όσο και αν ωραιοποιήσει και ντύσει επικοινωνιακά ο πρωθυπουργός το νέο του ιδεολόγημα, μετά από τρεισήμισι χρόνια διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, η πραγματικότητα που όλοι γνωρίζουν δεν αλλάζει. Από τα 2,2 εκατομμύρια εργαζόμενους σήμερα, περίπου 700.000 είναι μερικής απασχόλησης και μεγάλο ποσοστό αυτών ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Επίσης, 4 εκατομμύρια φορολογούμενοι οφείλουν στην εφορία, ένα εκατομμύριο πολίτες ήρθαν αντιμέτωποι με κατασχέσεις.
Οι δημοσιονομικές επιτυχίες και η υπεραπόδοση της οικονομίας που βλέπει ο πρωθυπουργός, είναι το αποτέλεσμα της μείωσης μισθών και συντάξεων και της αύξησης των φόρων σε ατομικό και εταιρικό επίπεδο. Ενώ αντιθέτως, θα έπρεπε να είναι το αποτέλεσμα σημαντικών διαρθρωτικών μέτρων και αναπτυξιακών επενδύσεων, αποτέλεσμα ενός σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης με αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που θα αντιμετώπιζαν τις δομικές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας και θα διασφάλιζαν την οριστική και ασφαλή έξοδο από την κρίση.
Η πραγματικότητα όσο και να προσπαθεί να την αποφύγει ο κ.Τσίπρας, δυστυχώς είναι ανελέητη.
Ο Γιάννης Ανδρέου είναι μέλος της Κ.Π.Ε του Κινήματος Αλλαγής.